Οι παραθυρεοειδείς αδένες είναι μικροσκοπικά όργανα του ενδοκρινικού μας συστήματος με μέγεθος κόκκου ρυζιού, οι οποίοι, όπως δηλώνει και το όνομά τους, εντοπίζονται «παρά» τον θυρεοειδή αδένα στην περιοχή του λαιμού.
Συνήθως είναι 4 χωρίς όμως αυτό να αποτελεί κανόνα και είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή της παραθορμόνης. Η ορμόνη αυτή παίζει κυρίαρχο ρόλο στο μεταβολισμό των οστών και στη διατήρηση των επιπέδων του ασβεστίου σε ένα στενό φυσιολογικό πλαίσιο.
Η πιο συχνή αιτία έλλειψης της παραθορμόνης είναι η επίκτητη απώλεια της λειτουργικότητας των παραθυρεοειδών αδένων σαν αποτέλεσμα μιας κάκωσης αυτών στα πλαίσια κάποιοι χειρουργείου του θυρεοειδούς αδένα. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ολικής αφαίρεσης του θυρεοειδούς αδένα μπορεί σε ποσοστό 40-60 % να εμφανιστεί μια πτώση των επιπέδων του ασβεστίου μετεγχειρητικά σαν αποτέλεσμα μιας πρωτοπαθούς βλάβης των παραθυρεοειδών αδένων κατά το χειρουργείο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η βλάβη αυτή είναι παροδική και η παραθυρεοειδείς αδένες γρήγορα ανακάμπτουν, ένα ποσοστό της τάξης του 3% εντούτοις θα χρειαστούν συστηματική αγωγή, ώστε να διατηρήσουν σε ισορροπία το μεταβολισμό ασβεστίου-φωσφόρου. Η θεραπεία του υποπαραθυρεοειδισμού στοχεύει στην αποκατάσταση του μεταβολισμού ασβεστίου-φωσφόρου και στηρίζεται στη χορήγηση ασβεστίου, μαγνησίου και της ενεργού μορφής της βιταμίνης D. Συχνά συνδυάζεται η αγωγή με τη χορήγηση θειαζιδικών διουρητικών ώστε να διευκολυνθεί η αποβολή του ασβεστίου, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δικαιολογείται και η χορήγηση της ανασυνδυασμενής μορφής της παραθορμόνης, που πλέον έχει λάβει έγκριση και είναι διαθέσιμη στην αγορά. Τα φάρμακα αυτά μπορούν, με την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται σωστά από τον ασθενή, να αποκαταστήσουν πλήρως την ισορροπία ασβεστίου-φωσφόρου.
Παρ’ όλα αυτά ακόμη δεν είναι απόλυτα σαφές, πόσο αποτελεσματική είναι η αγωγή στην πρόληψη των χρόνιων επιπλοκών της νόσου ακόμα και σε φυσιολογικές τιμές ασβεστίου και φωσφόρου. Δεν είναι σπάνιες ενοχλήσεις όπως μουδιάσματα και «τσιμπήματα» στα δάχτυλα των χεριών και γύρω από το στόμα καθώς ένα αίσθημα κατάπτωσης και δυσθυμίας, ενώ σε περιπτώσεις κακής ρύθμισης της ισορροπίας ασβεστίου-φωσφόρου μπορεί να εμφανιστούν στην πορεία της νόσου επασβεστώσεις στο νεφρικό παρέγχυμα (νεφρασβέστωση), στο φακό των ματιών (καταρράκτης), στα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου (M. Fahr) καθώς και πέτρες στους νεφρούς (νεφρολιθίαση), που μπορούν να επιδεινώσουν τη νεφρική λειτουργία.
Σε μια πρόσφατη μελέτη που διενεργήθηκε σε 165 ασθενείς που λόγω υποπαραθυρεοειδισμού λάμβαναν εδώ και χρόνια τη λεγόμενη «συμβατική» αγωγή με ασβέστιο και ανενεργό βιταμίνη D, 1 στους 10 ασθενείς παρουσίαζε επασβεστώσεις στους νεφρούς. Αξιοσημείωτο είναι ότι 23 ασθενέις (14.4%) παρουσίαζαν ήδη μειωμένη νεφρική λειτουργία με ένα ρυθμό σπειραματικής διήθησης GFR < 60 ml/min/1,73 m2 (Στάδιο ΙΙΙ νεφρικής ανεπάρκειας). Και στις δύο περιπτώσεις ο κίνδυνος εμφάνισης αυτών των επιπλοκών σχετιζόταν άμεσα με τη χρονιότητα της πάθησης, καθώς και με διαταραχές του ισοζυγίου ασβεστίου/φωσφόρου ως αποτέλεσμα μιας ανεπαρκούς θεραπευτικής αγωγής.
Από τη μελέτη αυτή επιβεβαιώνεται η σημασία της σωστής θεραπευτικής προσέγγισης, η επιλογή του σωστού συνδυασμού φαρμάκων, η συστηματική και ανελλιπής παρακολούθηση του ισοζυγίου ασβεστίου/φωσφόρου, καθώς και η συνεχής επαγρύπνηση για την ανίχνευση πιθανών επιπλοκών για τη βέλτιστη αντιμετώπιση του υποπαραθυρεοειδισμού και κυρίως των επιπλοκών αυτού. Υπεύθυνος για τη διάγνωση και θεραπεία της νόσου και της πρόληψης των επιπλοκών είναι ο ενδοκρινολόγος, ο οποίος θα σας συμβουλεύσει και θα σας κατευθύνει σχετικά με τη θεραπευτική αγωγή και με ειδικές εξετάσεις (εργαστηριακός έλεγχος αίματος, εργαστηριακός έλεγχος ούρων 24 ωρών, υπερηχογράφημα νεφρών) θα φροντίσει για την έγκαιρη και έγκυρη πρόληψη και αποφυγή οξέων και χρόνιων επιπλοκών.