Ώρες Λειτουργίας
  • clockΔευτ-Παρ: 10:00 – 14:00
                       17:00 – 21:00
    Σάββατο: Κλειστά
Στοιχεία Επικοινωνίας
Ρωτήστε τους ειδικούς

    user-3

    email-2

    smartphone

    οστεοπόρωση - Osteoporose

    Τι είναι η Οστεοπόρωση;

    Η οστεοπόρωση είναι μία χρόνια συστηματική σκελετική νόσος, που χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή μείωση της οστικής μάζας και διαταραχή της αρχιτεκτονικής των οστών, με συνέπεια  την αύξηση της ευθραυστότητας  αυτών και της πιθανότητας κατάγματος ακόμα και μετά από μικροτραυματισμούς ή ακόμη και μετά από απλές καθημερινές κινήσεις, όπως το σήκωμα μιας βαριάς βαλίτσας.

    Ενώ πριν από μερικά χρόνια η οστεοπόρωση θεωρείτο ¨νόσος της εμμηνόπαυσης¨ πλέον γνωρίζουμε ότι όλο και περισσότερες νεαρές γυναίκες βρίσκονται αντιμέτωπες με την ασθένεια π.χ. στα πλαίσια μιας πρόωρης εμμηνόπαυσης ή μιας αγωγής με αντιοιστρογόνα λόγω καρκίνου του μαστού, αλλά και τα οστεοπορωτικά κατάγματα στους άνδρες, τα οποία σήμερα γίνονται όλο και συχνότερα, δεν πρέπει να θεωρούνται μικρής σημασίας.

    Επιρρεπή σε κατάγματα είναι τα σώματα των σπονδύλων, η κεφαλή του μηριαίου οστού και τα οστά του καρπού, ενώ ιδιαίτερα κατάγματα των σπονδύλων μπορούν να παραμείνουν επί χρόνια σιωπηρά και να εμφανιστούν με τη μορφή προοδευτικής κύφωσης (“καμπούρα”), συνοδευόμενης από χρόνιους πόνους και δυσκολίες στην κινητικότητα.

    Η αιτιολογία της οστεοπόρωσης είναι πολυπαραγοντική. Η οστική μάζα αυξάνει μεσά από μια πολύπλοκη διαδικασία απορρόφησης και αναδόμησης κατά τη διάρκεια της παιδικής και νεαρής ενήλικης ζωής με το αποκορύφωμα αυτής στην ηλικία των 20-25 ετών. Ήδη από την ηλικία των 35 χρόνων αρχίζει η φυσιολογική απώλεια της οστικής μάζας, καθώς απορροφάται περισσότερο οστό από αυτό που δημιουργείται. Η απότομη μείωση των επιπέδων των οιστρογόνων μετά την εμμηνόπαυση καθιστά τις γυναίκες ιδιαίτερα ευάλωτες στην εμφάνιση της οστεοπόρωσης, ενώ ποικίλοι άλλοι γενετικοί, ορμονικοί, μεταβολικοί και εξωγενείς παράγοντες φαίνονται να επιβαρύνουν την κατάσταση της οστικής μάζας.

    Διάγνωση

    Η οστεοπόρωση μπορεί να μην προκαλεί ιδιαίτερα συμπτώματα μέχρι την εμφάνιση κάποιου κατάγματος. Η διάγνωση τίθεται με τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας με τη βοήθεια της μέτρησης της απορρόφησης ακτίνων Χ διπλής ενέργειας (Dual Energy X-ray Absorptiometry DXA). H DXA είναι μια ανώδυνη απεικονιστική εξέταση χαμηλής ακτινοβολίας με τη βοηθεια των ακτίνων Χ και στη διαγνωστική της οστεοπόρωσης επικεντρώνεται στη μέτρηση της οστικής μάζας στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, στην κεφαλή του μηριαίου οστού και σε ορισμένες περιπτώσεις στον πήχυ. Η εξέταση διαρκεί γύρω στα 15 λεπτά και ο ασθενής πρέπει να είναι ξαπλωμένος για τη διενέργειά της. Κάποια ιδιαίτερη προτεοιμασιία δεν είναι απαράιτητη.

    Σε ποιες περιπτώσεις θα πρέπει όμως να διενεργείτα αυτή η εξέταση; Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες του Ε.Ο.Φ μέτρηση οστικής πυκνότητας θα πρέπει να συνιστάται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    Όσον αφορά τη διάρκεια και τη συχνότητα της εμμήνου ρύσεως οι πιο συχνές διαταραχές είναι οι εξής:

    • >65 ετών γυναίκες και άνδρες.
    • 50-64 ετών παρουσία ενός παράγοντα κινδύνου (οικογενειακό ιστορικό, υπάρχον κάταγμα σπονδύλου, κάπνισμα).
    • <50 ετών παρουσία ενός συνοδού επιβαρυντικού νοσήματος (π.χ. σύνδομο Cushing, πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός), φαρμακευτικής αγωγής π.χ. με γλυκοκορτικοειδή ή τυπικού οστεοπορωτικού κατάγματος.

    Το αποτέλεσμα αυτής της εξέτασης „διαβάζεται“ με τη βοήθεια 2 τιμών, που περιγράφουν μαθηματικά πόσο χαμηλότερη (ή) ψηλότερη είναι η οστική πυκνότητα του ατόμου σε σχέση με το μέσο όρο της οστικής πυκνότητας μιας Καυκάσιας γυναίκας 30 ετών (Τ-score) ή ενός ατόμου της ίδιας ηλίκίας, φυλής και φύλου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας WHO έχει ορίσει σαφή όρια για τα διάγνωση της οστεοπόρωσης. Με βάση αυτά τα κριτήρια, ένα άτομο με τιμές T-score <-2.5 ορίζεται οτι πάσχει από οστεοπόρωση, ενώ τιμές μεταξύ -1 και -2.5 κάτω από την πρότυπη τιμή αντιπροσωπεύουν οστεοπενία.

    Ο απεικονιστικός έλεγχος, αν και εξαιρετικά σημαντικός στη διαγνωστική της οστεοπόρωσης, πρέπει να έρχεται συμπληρωματικά στον ενδελεχή εργαστηριακό ελεγχό για τη διερεύνηση για τυχόν δευτερεύουσες μορφές οστεοπόρωσης, στη λεπτομερή λήψη του ιστορικού και στην κλινική εξέταση του ασθενούς με ιδιαίτερη έμφαση στην αξιολόγηση του μυοσκελετικού και νευρικού συστήματος με ειδικές δοκιμασίες τις οποίες θα διενεργήσει ο θεράπων ενδοκρινολόγος στα πλαίσια της γενικής εκτίμησης του ασθενούς με οστεοπόρωση. Λαμβάνοντας υπόψιν τις τιμές της οστικής πυκνότητας, καθώς και παράγοντες κινδύνου ο θεράπων ενδοκρινολόγος θα υπολογίσει τον κίνδυνο εμφάνισης οστεοπορωτικού κατάγματος στα επόμενα 10 χρόνια και θα σχεδιάσει μαζί με τον ασθενή ένα εξατομικευμένο, δυναμικό θεραπευτικό πλάνο, το οποίο θα τροποποιείται και θα βελτιστοποιείται σε κάθε επαφή στο ιατρείο.

    Πρόληψη και θεραπεία:

    Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της θεραπείας είναι η έγκαιρη αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου και διάγνωση καθώς και η άμεση λήψη μέτρων για την πρόληψη οστεοπορωτικών καταγμάτων, καθώς, σύμφωνα με μελέτες, κάθε πρωτοεμφανιζόμενο κάταγμα αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης νέων καταγμάτων κατακόρυφα, περιορίζει το προσδόκιμο επιβίωσης και επιβαρύνει την ποιότητα ζωής του ατόμου με οστεοπόρωση.

    Η θεραπεία της οστεοπόρωσης βασίζεται σε τρεις βασικές αρχές: σωματική άσκηση, ισορροπημένη διατροφή με ιδιαίτερη έμφαση στην πρόσληψη ασβεστίου και η φαρμακευτική αγωγή.

    Τα οστά συμπεριφέρονται όπως και οι μύες και ανταποκρίνονται στην άσκηση με αύξηση της αντοχής και ανθεκτικότητας και της μάζας αυτών. Επιπλέον η βελτίωση της μυϊκής δύναμης, ιδιαίτερα των μυϊκών ομάδων της ράχης, αποτελεί ένα ισχυρό μέσο για τη μείωση του πόνου και την αποφυγή πτώσεων, που είναι και ο κυριότερος μηχανισμός πρόκλησης οστεοπορωτικών καταγμάτων. Ιδανικές ασκήσεις συμπεριλαμβάνουν ασκήσεις π.χ. με βάρη για την ενδυνάμωση των κάτω άκρων, η κολύμβηση, η αερόβια γυμναστική και η yoga, με ένταση και διάρκεια προσαρμοσμένη στην αντοχή του ασθενούς. Η σωματική άσκηση καλό θα είναι να συνδυάζεται και με παραμονή στο φυσικό αέρα και στον ήλιο, ούτως ώστε να ενισχύεται και η παραγωγή της βιταμίνης D, που είναι απαραίτητη για τη σωστή λειτουργία του μεταβολισμού των οστών.

    Η ιδανική διατροφή για την οστική υγεία προϋποθέτει την επαρκή πρόσληψη πρωτεϊνών και θερμίδων, καθώς και την απαραίτητη ποσότητα ασβεστίου και βιταμίνης D για τη σωστή δόμηση της οστικής μάζας.

    • Ασβέστιο: Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη ασβεστίου για την διαφύλαξη της οστικής υγείας έχει εκτιμηθεί στα 1000 mg, συμπεριλαμβανομένου του ασβεστίου, που λαμβάνεται μέσω της τροφής, ροφημάτων και συμπληρωμάτων διατροφής σε περιπτώσεις που κρίνονται απαραίτητα. Η κύρια πηγή ασβεστίου εξακολουθούν να είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα καθώς και τα πράσινα λαχανικά.
      Κλασικά παραδείγματα τροφών που εύκολα μπορούν να ενταχθούν στο καθημερινό διαιτολόγιο και να ενισχύσουν σημαντικά την πρόσληψη ασβεστίου είναι π.χ. τα αμύγδαλα (30 γρ/8-9 αμύγδαλα = 70 mg ασβεστίου), γάλα πλήρες αγελαδινό (300 γρ/μια μεγάλη κούπα=354 mg ασβεστίου), λευκά φασόλια μαγειρεμένα (1 μερίδα αντιστοιχεί σε 1.5 φλιτζάνι/300 γρ.= 444 mg ασβεστίου), τυρί γραβιέρα (1 μερίδα αντιστοιχεί σε 50 γρ=545 mg ασβεστίου), σύκα αποξηραμένα (3-4 σύκα/50γρ= 70 mg ασβεστίου), γιαούρτι πλήρες 4% (200 γρ= 222 γρ. ασβεστίου), πορτοκαλί (1 μεγάλο=72 mg ασβεστίου), ταχίνι (2-3 κουταλιές/50 γρ=235 mg ασβεστίου). Ο θεράπων ενδοκρινολόγος μπορεί να προσφέρει περαιτέρω καθοδήγηση και διατροφικές προτάσεις.
    • Βιταμίνη D: O ρόλος της βιταμίνης D, της „βιταμίνης του ήλιου“ στην ομαλή λειτουργία του οστικού μεταβολισμού είναι γνωστή από τις αρχές του 19ου αιώνα ακόμα, όταν παιδίατροι ενέταξαν την καθημερινή θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία σε μικρούς ασθενείς με ραχίτιδα, μια ασθένεια που χαρακτηρίζεται από μαλακά, εύθραυστα οστά και οφείλεται στην έλλειψη βιταμίνης D. Έκτοτε έχουν πραγματοποιηθεί πολλαπλές μελέτες, που έχουν καταδείξει την σημαντική συμμετοχή της βιταμίνης D τόσο στην εμφάνιση οστικών παθήσεων όσο και σε μια σειρά άλλων νοσημάτων. Η ανάγκη για την έναρξη μιας θεραπείας με βιταμίνη D σε ασθενείς με οστεοπόρωση βρίσκει σύμφωνες όλες τις ενδοκρινολογικές κοινότητες ανά τον κόσμο, ενώ διίστανται ακόμα οι απόψεις όσον αφορά στην βέλτιστη δόση, η οποία τοποθετείται μεταξύ 800-1000 IU την ημέρα. Η βιταμίνη D είναι λιποδιαλύτη και πρέπει να λαμβάνεται μαζί με κάποιο γεύμα. Επιθυμητή είναι μια τιμή μεταξύ 30-50 ng/ml.

     

    Η ένδειξη για την έναρξη μιας στοχευμένης φαρμακευτικής αγωγής για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης θα τεθεί από τον θεράποντα ενδοκρινολόγο λαμβάνοντας υπόψιν τα αποτελέσματα του εργαστηριακού και απεικονιστικού ελέγχου, την κλινική κατάσταση καθώς και τις επιθυμίες και ανάγκες του ασθενούς.

    • Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης δρουν είτε μειώνοντας το ρυθμό της οστικής απορρόφησης και κατ’επέκτασιν το ρυθμό της απώλειας οστού (διφωσφονικά), είτε αυξάνοντας το σχηματισμό οστού (ανασυνδυασμένη παραθορμόνη).
    • Το ιατρείο μας παρέχει διαθέτει την απαραίτητη επαγγελματική κατάρτιση και κλινική εμπειρία για την περίθαλψη και θεραπεία ασθενών με όλο το φάσμα των οστικών παθήσεων. Οι ιατροί της ENDOMEDICA έχουν ασχοληθεί με την περίθαλψη εσωτερικών και εξωτερικών ασθενών με οστικές παθήσεις και ασχολήθηκαν εντατικά με τη διερεύνηση, εκτίμηση και θεραπεία ασθενών με οστεοπόρωση στα Εξωτερικά Ιατρεία Οστεοπόρωσης της κλινικής. Επιπλέον η ιατρός Δρ. Μπογδάνου εξειδικεύτηκε στη διενέργεια μετρήσεων DXA στο Ινστιτούτο Ακτινολογίας της Πανεπιστημιακής Κλινικής J.W.Goethe, στην ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση του ασθενούς με οστεοπόρωση και στο σχεδιασμό θεραπευτικών πρωτοκόλλων με βάση τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες. Στα πλαίσια διεπιστημονικών boards με ορθοπαιδικούς, νευρολόγους και φυσιοθεραπευτές συμμετείχε στη λήψη αποφάσεων για πολύπλοκα περιστατικά οστικών παθήσεων και την πιστοποίηση της ειδικού στην εξειδικευμένη θεραπεία της οστεοπόρωσης της Γερμανικής Εταιρείας Οστεολογίας.